φουντάρω

φουντάρω
φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.)
1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη).
2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φουντάρω — φουντάρω, φούνταρα και φουντάρισα, φουνταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουντάρω — Ν 1. βυθίζω πλοίο 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ 4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, i «πυθμένας, θεμέλιο»] …   Dictionary of Greek

  • ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολώ — αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, ρίχνω άγκυρα, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντίζω — πόντισα, ποντίστηκα, ποντισμένος, ρίχνω στο νερό ή σε υγρό, βυθίζω, αλλ. καταποντίζω, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”