φουντάρω — φουντάρω, φούνταρα και φουντάρισα, φουνταρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φουντάρω — Ν 1. βυθίζω πλοίο 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ 4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, i «πυθμένας, θεμέλιο»] … Dictionary of Greek
ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα … Dictionary of Greek
αγκυροβολώ — αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, ρίχνω άγκυρα, φουντάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποντίζω — πόντισα, ποντίστηκα, ποντισμένος, ρίχνω στο νερό ή σε υγρό, βυθίζω, αλλ. καταποντίζω, φουντάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)